- αποστάλαγμα
- κ. -στάλαμα (Α ἀποστάλαγμα)το απόσταγμανεοελλ.1. καταστάλαγμα, καθίζημα, κατακάθι2. μτφ. συμπέρασμα, επακολούθημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποστάλαγμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσταλάγματα — ἀποστάλαγμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)